- τετραχίζω
- Α [τετραχά]αναλαμβάνω μια εργασία με τη συμμετροχή τού 1/4 τών κερδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετραχίζειν — τετραχίζω engage to do for a fourth part pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχισμός — ο, Ν είδος θανατικής ποινής που επιβαλλόταν στη Γαλλία κατά την εποχή τής μοναρχίας σε εκείνους που έκαναν απόπειρα δολοφονίας κατά τού βασιλιά και κατά την οποία ο κατάδικος προσδενόταν από τα τέσσερα άκρα του σε τέσσερα άλογα, τα οποία… … Dictionary of Greek